ελληνικο καλοκαιρι
Λατρεύουμε και αγαπούμε το Μυκονιάτικο  καλοκαίρι. Σε όλα τα μήκη και πλάτη της επικράτειας μυρίζεις το πυρωμένο χορτάρι και τη γύμνια, συμφιλιωμένη με ότι υπερβολικά αβέβαιο γεννά η μέθη της έκθεσης στο λιοπύρι.
Άμεσος, ολικός, τρελός αισθησιασμός, κυριευμένος από πάθος για τα αραβουργήματα της φύσης που τα βαραίνουν ο χυμός και το αίμα.
Εδώ, σπαραχτικά βιώνει ακόμα και το πιο ασυνάρτητο ον, την κεφαλαιώδη ένδειξη αυτής της ανάκτησης του ενστίκτου που νικά όλα τα συστήματα, όλες τις έριδες, παραχωρώντας αυθόρμητα, στην προσωπική ερμηνεία του κόσμου, αυτού του είδους την απροσωπία με την οποία διατηρούνται η συνέχεια και η αρμονία της φύσης στο διάβα των αιώνων.
Ακόμα πιο συγκινητικό είναι να ξαναβρίσκουμε ζωντανή την ικανότητα ν’ αγαπούμε και ν’ αγκαλιάζουμε φλογερά τα πράγματα. Να τους δινόμαστε ξεχειλίζοντας ως την πιο αληθινή μας στιγμή.
Στα αρχαία νεκροταφεία που έχουν φρέσκους νεκρούς και στις πεζούλες με τις σαύρες που μπαινοβγαίνουν στην ιστορία.
Με τις καρτ ποστάλ που συμφιλιώνουν καυλωμένα γαϊδούρια με το θεό. Δηλαδή τη γυναίκα που βρήκε το δρόμο της μέσα στο θέρος.
Έτοιμη να ψηθεί κάτω απ’ τον ήλιο και να γευτεί την εμπειρία γέννησης της καύλας, να θρέψει αυτό το σπογγώδες βλάστημα με το φως και το άπειρο. Να μοιράσει στην πλάση γύρω τη θεϊκή της ύλη. Μες στο βαθύ της ύπνο πάνω στην άμμο χωρίς επιθυμίες, ρουφηγμένη ολόκληρη και ακέραια με τα χείλη της ν’ αργοσαλεύουν στην παλμική κίνηση της αναπνοής της.
Το Μυκονιάτικο  καλοκαίρι είναι ο καπνός που ανεβαίνει σπειροειδώς απ’ τις καμινάδες των ανθρώπινων πόρων μαζί με πυκνά στρώματα υγρασίας και ιδρώτα κορμιών.
Είναι το παχύ λίπασμα που στρώνει τους γλοιώδεις βυθούς του πελάγους.
Είναι η βαθιά αναρχία της θεϊκής φύσης που αντανακλά την ουσία της στη σάρκα μας. Διότι δεν υπάρχει τίποτε δίχως σάρκα. Η σάρκα περικλείει το Όλον. Και το μέγα Τίποτε.