Με το πρώτο μυθιστόρημα «Δύσκολες νύχτες» της Μέλπως Αξιώτη, έργο πρωτοποριακό στην ελληνική λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, συνεχίζεται η λογοτεχνική σειρά «Οι μεγάλες ελληνίδες συγγραφείς της σύγχρονης πεζογραφίας» του «Βήματος της Κυριακής»
Η Μέλπω Αξιώτη το 1910 στο πατρικό της στη Μύκονο
«Ο Θεός μάς έδωκε πλούτη» έλεγε ο παππούς της «μά δε μας άφησε την υγειά μας». Η γιαγιά της έλεγε «εμείς έχομε χρήματα, να λυπάσαι και πάντα να δίνεις σ' όποιον δεν έχει». Κάποια μέρα η μικρή πέταξε απ' το μπαλκόνι του αρχοντικού «τα καλά κουταλάκια» για να τα μαζέψει «ο κουτσός ζητιάνος της γωνίας». Η μικρή όμως δεν πρόλαβε τότε να τους ρωτήσει «ποιος θα μας έδινε εμάς λεφτά, όταν θα τύχαινε να μην έχομε πια». Οι υπηρέτριες πάντως τη χαρακτήριζαν «κακούργικο παιδί» επειδή «εγύριζα κι εγώ στο σπίτι μου ύστερα απ' το σκολειό κι αφού δεν είχα με ποιον να τα παίζω τα 'σπαζα τα παιχνίδια μου».
Οπως θυμάται η αφηγήτρια στις «Δύσκολες νύχτες» της Μέλπως Αξιώτη (1905-1973), δηλαδή η μικρή όταν έχει πια μεγαλώσει, όταν έχουν περάσει πια τα χρόνια και οι «αμάθειές» της, οι υπηρέτριες την κατέτασσαν στα «χαδεμένα παιδιά που με το να 'χουν απ' όλα δεν επιθυμούνε πια τίποτα». Μάλιστα η νταντά της, προκειμένου να ησυχάσει, της βρήκε μια φιλενάδα, την Ανέζα, πλην όμως «τη μάζεψαν από χάμω ξερή» όταν η μικρή ένιωσε ότι η άλλη την περιφρονούσε. Το θέμα βέβαια ήταν ότι η μικρή ένιωθε μιαν απέραντη μοναξιά, αυτό ήταν που έκανε το αυστηρό περιβάλλον εκείνης της κατά τ' άλλα πλούσιας και σεβαστής μυκονιάτικης οικογένειας τόσο περίκλειστο τόσο αφιλόξενο. Η μικρή, επιπλέον, σκαρφάλωνε με λαχτάρα στο παραθύρι και κοιτούσε τις βαρκούλες, «στο γυρισμό, τους έλεγα, να μην ξεχάσετε να φέρετε πάλι πίσω τη μανούλα», την «ξανθιά μου μαμά», όχι την «καινούρια» που δεν είχε «κανένα μάτι γαλανό στο πρόσωπό της».
Ο πατέρας της - «εκείνος ο πατέρας σου, οχ παιδάκι μου, πορεύεται όλο κατά τα άστρα» της έλεγε η θεία Διαλεχτή - είχε ένα «πιανάκι» με τις νότες του και της έγραφε, όταν η μικρή με την «ελλιπή ευλάβεια» ήταν πλέον «κλειδαμπαρωμένη» στο σχολείο των καλογραιών, ότι «έχει αρκετές ο κόσμος ομορφιές γύρω μας, πρέπει κανείς να τις καταλαβαίνει».
Μια καθαρά μοντερνιστική αφήγηση
Υστερα η μικρή μεγάλωσε, ανοίχτηκε ο νους της σ' αυτόν τον κόσμο που δεν είχε μονάχα ομορφιές μα και ανθρώπους που κουβαλούσαν άλλες ιστορίες και διαφορετικές ψυχές, πήγε και στην πρωτεύουσα, γνώρισε και τον έρωτα (τον Κώστα τον εργοστασιάρχη), αγάπησε και την τέχνη, έγινε και η ίδια γυναίκα. Τούτο το πέρασμα, από τα παιδικά και νεανικά χρόνια στον ώριμο εαυτό και τη θεμελίωση της συνείδησης, περιγράφουν οι «Δύσκολες νύχτες», το πρώτο μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη που είναι έντονα αυτοβιογραφικό, ένα βιβλίο ωστόσο στην αιχμή της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας του Μεσοπολέμου, το οποίο, εξαιτίας της νεωτερικής γραφής του, έχει καταγραφεί στην ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας ως μία από τις πρώτες επιτυχημένες απόπειρες επιτέλεσης μιας καθαρά μοντερνιστικής αφήγησης, δίπλα στην πεζογραφία του Στέλιου Ξεφλούδα, του Ν. Γ. Πεντζίκη ή του Γιάννη Σκαρίμπα.
Η Μέλπω Αξιώτη, η οποία υπήρξε επιπλέον ποιήτρια και μεταφράστρια, αξιοποίησε στο έργο της τον λαϊκό λόγο (ιδιωματισμούς και ντοπιολαλιές), ενσωματώνοντάς τον όμως σε ένα καθαρά μοντερνιστικό πλαίσιο όπου η αιχμηρή και εικονοκλαστική γραφή, οι εσωτερικοί μονόλογοι και οι χαοτικοί συνειρμοί της μνήμης (στα πρότυπα του Μαρσέλ Προυστ ή της Βιρτζίνια Γουλφ) σμιλεύουν όχι μόνο τον χρόνο αλλά και την υπαρξιακή διάσταση της αφήγησής της. Το γλωσσικό της ιδίωμα παραμένει μοναδικό στην ελληνική γραμματολογία. Το έργο της ιδίας βέβαια επανεκτιμήθηκε με πιο συστηματικό και ουσιαστικό τρόπο σχετικά πρόσφατα, στις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Η αγάπη για τη Ρωσία και το ΚΚΕ
Η συγγραφέας καταγόταν από επιφανή οικογένεια Μυκονιατών. Ηταν κόρη του συνθέτη Γεωργίου Αξιώτη, ο οποίος ίδρυσε το Ωδείο Πειραιώς και υπήρξε ο συνεκδότης της πρώτης σοβαρής επιθεώρησης τέχνης στην Ελλάδα, του καλλιτεχνικού και φιλολογικού περιοδικού «Κριτική». Παππούς της ήταν ο έμπορος και «λογογράφος» Παναγιώτης Αξιώτης, ο οποίος «ήταν ο πρώτος που έκαμε γνωστή στην Ελλάδα τη ρούσσικη φιλολογία» με μεταφράσεις στη δημοτική των Πούσκιν, Λέρμοντοφ και Τολστόι. «Ο πατέρας μέχε μάθει ν' αγαπώ τη Ρωσία, όπου εκεί είχε γεννηθεί κι' ο ίδιος και μεγάλωσε. Τον αγαπούσα λοιπόν το λαό, την αγαπούσα και τη Ρωσία, και σίγουρα ότι εκείνες οι δυο αγάπες μαζί, μέχανε πάει εμένα πια ίσαμε το ΚΚΕ. Είχα δηλαδή κάμει νερά, είχα φύγει απ' την τάξη μου. Μα για τον έλεγχο το μαρξιστικό πάνω στα φιλολογικά μου γραφτά αυτό δεν ήμουν σε θέση να το κάμω τότε» αναφέρει η ίδια σε μια μαρτυρία της (1953). Εννοούσε, εν προκειμένω, την πρώτη περίοδο της πνευματικής της εργασίας στην οποία περιλαμβάνονται οι «Δύσκολες νύχτες» (1938), η μακρά ποιητική σύνθεση «Σύμπτωση» (1939) και η νουβέλα «Θέλετε να χορέψομε Μαρία;» (1940). Ο «μαρξιστικός έλεγχος» ήλθε λίγο αργότερα και αφορά τη δεύτερη, «αγωνιστική» της περίοδο, σύμφωνα με τους μελετητές και τις μελετήτριές της, στη διάρκεια της οποίας (1946) εξέδωσε και το πιο γνωστό της βιβλίο «Εικοστός αιώνας». Σε αυτήν πάντως, προτού δηλαδή εισέλθει στην τρίτη περίοδο και απελευθερωθεί η ίδια περισσότερο, θυσίασε τις δυνατότητες της τέχνης της στις ανάγκες του καιρού, της στράτευσης και της ιδεολογίας της. Η Μέλπω Αξιώτη είχε γίνει μέλος του ΚΚΕ από το 1936 και, αργότερα, στη διάρκεια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης έγραφε κείμενα στον παράνομο Τύπο με ψευδώνυμο. Εμεινε στο ΚΚΕ ως το τέλος της ζωής της.
Στα «Μυκονιάτικα Χρονικά»
Την εμφάνισή της στα ελληνικά γράμματα την είχε κάνει στο περιοδικό «Μυκονιάτικα Χρονικά» με δύο διηγήματα (1933 - 1934). Το 1937 συνέγραψε τις «Δύσκολες νύχτες» και το 1939, άγνωστη ακόμη στους φιλολογικούς κύκλους, απέσπασε γι' αυτές το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών.Το βιβλίο της προκάλεσε «κύματα ενθουσιασμού και αγανάκτησης», όπως η ίδια έγραψε. «Η λογοκρισία του Μεταξά έσβυσε φράσεις εδώ κι' εκεί, μ' όλο που ήταν γραμμένο για να μπορεί να περάσει» αναφέρει η Μέλπω Αξιώτη σε μεταγενέστερη μαρτυρία της.
«Το βιβλίο ήταν η περιγραφή του καημού και του μόχθου του ελληνικού λαού της επαρχίας και της πρωτεύουσας [...] Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος έφτασε μάλιστα να γράψει πως ύστερα από 500 χρόνια οι "Δύσκολες νύχτες" θα παραμένουν ένα αξεπέραστο πρότυπο για την ελληνική λογοτεχνία». Η ίδια ήταν «περήφανη» για τα γραπτά της, «δίχως θεμέλια θεωρητικά, μόνο με την καρδιά μου, με το προσωπικό μου γούστο και το ένστιχτο» - ήταν «μόνο σίγουρη πως είμαι εκείνο που λέγεται ένας αριστερός λογοτέχνης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου