Το σημερινό μου άρθρο: Στα «Γόμορρα», την τολμηρή χαρτογράφηση του κόσμου της Καμόρα, ο συγγραφέας Ρομπέρτο Σαβιάνο καταγράφει και τη Μύκονο ως πεδίο δράσης μιας μαφιόζικης ιταλικής οικογένειας. Τόπος μαζικών διακοπών και τερέν ματαιοδοξίας, το πάλλευκο νησί - απ' όπου γράφω αυτό το σημείωμα - η Μύκονος, δεν είναι απλά ένας ακόμη προορισμός στους εκατοντάδες της ελληνικής πολυνησίας. Με δεκάδες μετασχηματισμούς τα τελευταία χρόνια, ο άλλοτε τόπος που ύμνησαν ο Λε Κορμπιζιέ και ο Αρης Κωνσταντινίδης είναι σήμερα μια βαριά τουριστική ναυαρχίδα με πολλές όψεις. Και πλάι στα ιλιγγιώδη νούμερα - δύο εκατομμύρια θα προσεγγίσουν οι επισκέπτες που φτάνουν εδώ για το 2014 ενώ στις 9 Αυγούστου το αεροδρόμιο του νησιού κατέγραψε 170 κινήσεις αεροσκαφών εντός μιας μέρας - η πίσω πλευρά του φεγγαριού είναι σκοτεινή.
Εντός της κρίσης, η Μύκονος μοιάζει να έχει κερδίσει την ευμαρή και ξέφρενη αυτονομία της. Ολοι θέλουν να γίνουν μέρος της: από το ζευγάρι από το Ντουμπάι, τα παιδιά από τη Νάπολι που κάνουν οικονομίες όλο τον χειμώνα για να χορέψουν στο Paradise, τους νεόπτωχους Ελληνες που στριμώχνονται σε σπίτια (εδώ φιλοξενούνται πια ολόκληροι στρατοί για να γλιτώσουν τα ξενοδοχεία) μέχρι τους ρώσους, λιβανέζους και τούρκους μεγιστάνες που λούζονται με σαμπάνιες.
Ωστόσο η απαστράπτουσα εικόνα των υψηλών υπηρεσιών δεν είναι η μόνη αλήθεια. Γιατί η Μύκονος, ο τόπος της παροιμιώδους ανεκτικότητας, σήμερα μοιάζει με μια μεταπόλη. Μια πίστα από φωσφόρο και προβολείς, ένα συνεχές μαγαζιών και σπιτιών με πισίνες όπου αποσυναρμολογούνται όλα εκείνα της στοιχεία της τοπικότητας που έφτιαξαν τον μύθο της.
Η Μύκονος των μποέμ, των περιηγητών, των πρώτων VIP, των gay και των καλλιτεχνών του '60 και του '70, έχει μετατραπεί από την κρίση και το μπουμ του τουρισμού σε έναν αχταρμά ανομίας και ανακυκλωμένης μικροαστικής μιζέριας: χρυσοχοεία και μπακάλικα που λειτουργούν μέχρι τις πέντε το πρωί, τυροπιτάδικα που σερβίρουν ποτό, παραλίες που έχουν πλήρως χάσει τον δημόσιο χαρακτήρα τους και ξαπλώστρες που μοιάζουν με προεκτάσεις μπουζουξίδικων, μαύρη και ανασφάλιστη εργασία σε ένα πλωτό Ελντοράντο όπου ο καθείς πια μπορεί να αυτοσχεδιάσει εις βάρος του εναπομείναντος κοινωνικού ιστού.
Η άρση κάθε κανόνα είναι εδώ η κυρίαρχη συνθήκη και ο πλήρης μετασχηματισμός του νησιού σε επίνειο της Αθήνας (αρχιτεκτονικά και αισθητικά) μοιάζει αμετάκλητος.
Το αχειροποίητο του τοπίου δείχνει να υποχωρεί κάτω από την αλαζονεία των νέων επιχειρηματιών, οι πιο βάρβαρες όψεις του καπιταλισμού μοιάζουν να βρίσκουν εδώ την κιβωτό τους, η ταξική διαστρωμάτωση εντείνεται. Κάθε καλοκαίρι η Μύκονος απομακρύνεται από τον πρότερο εαυτό της - όχι, δεν μιλώ με κάποια φολκλόρ εμμονή - και οι ελάχιστοι γηγενείς που το αντιλαμβάνονται θυμίζουν εξόριστους στον τόπο τους, που, παραδομένος στην ασυδοσία, στέκεται σήμερα στο πιο κομβικό του μεταίχμιο.
Εντός της κρίσης, η Μύκονος μοιάζει να έχει κερδίσει την ευμαρή και ξέφρενη αυτονομία της. Ολοι θέλουν να γίνουν μέρος της: από το ζευγάρι από το Ντουμπάι, τα παιδιά από τη Νάπολι που κάνουν οικονομίες όλο τον χειμώνα για να χορέψουν στο Paradise, τους νεόπτωχους Ελληνες που στριμώχνονται σε σπίτια (εδώ φιλοξενούνται πια ολόκληροι στρατοί για να γλιτώσουν τα ξενοδοχεία) μέχρι τους ρώσους, λιβανέζους και τούρκους μεγιστάνες που λούζονται με σαμπάνιες.
Ωστόσο η απαστράπτουσα εικόνα των υψηλών υπηρεσιών δεν είναι η μόνη αλήθεια. Γιατί η Μύκονος, ο τόπος της παροιμιώδους ανεκτικότητας, σήμερα μοιάζει με μια μεταπόλη. Μια πίστα από φωσφόρο και προβολείς, ένα συνεχές μαγαζιών και σπιτιών με πισίνες όπου αποσυναρμολογούνται όλα εκείνα της στοιχεία της τοπικότητας που έφτιαξαν τον μύθο της.
Η Μύκονος των μποέμ, των περιηγητών, των πρώτων VIP, των gay και των καλλιτεχνών του '60 και του '70, έχει μετατραπεί από την κρίση και το μπουμ του τουρισμού σε έναν αχταρμά ανομίας και ανακυκλωμένης μικροαστικής μιζέριας: χρυσοχοεία και μπακάλικα που λειτουργούν μέχρι τις πέντε το πρωί, τυροπιτάδικα που σερβίρουν ποτό, παραλίες που έχουν πλήρως χάσει τον δημόσιο χαρακτήρα τους και ξαπλώστρες που μοιάζουν με προεκτάσεις μπουζουξίδικων, μαύρη και ανασφάλιστη εργασία σε ένα πλωτό Ελντοράντο όπου ο καθείς πια μπορεί να αυτοσχεδιάσει εις βάρος του εναπομείναντος κοινωνικού ιστού.
Η άρση κάθε κανόνα είναι εδώ η κυρίαρχη συνθήκη και ο πλήρης μετασχηματισμός του νησιού σε επίνειο της Αθήνας (αρχιτεκτονικά και αισθητικά) μοιάζει αμετάκλητος.
Το αχειροποίητο του τοπίου δείχνει να υποχωρεί κάτω από την αλαζονεία των νέων επιχειρηματιών, οι πιο βάρβαρες όψεις του καπιταλισμού μοιάζουν να βρίσκουν εδώ την κιβωτό τους, η ταξική διαστρωμάτωση εντείνεται. Κάθε καλοκαίρι η Μύκονος απομακρύνεται από τον πρότερο εαυτό της - όχι, δεν μιλώ με κάποια φολκλόρ εμμονή - και οι ελάχιστοι γηγενείς που το αντιλαμβάνονται θυμίζουν εξόριστους στον τόπο τους, που, παραδομένος στην ασυδοσία, στέκεται σήμερα στο πιο κομβικό του μεταίχμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου