Δυο χεράκια τόσα δα ήταν…
Και μ’ αυτά σκέπασε το προσωπάκι του…
-στην από δω όχθη του δρόμου-…
Στην άλλη όχθη… όλα τα τρομακτικά της γης…
Χωροφύλακες με τα κοντάκια στον αέρα…
Κι από κάτω ένα ματωμένο πρόσωπο…
-και μετά … όλα κόκκινα-…
Και μια απορία… έλληνας τον Έλληνα; … πως γίνεται αυτό;…
Σε λίγο… φωνές και καπνοί… και λαός και φοιτητές…
Και συνθήματα… που λίγοι ήξεραν το νόημα και την αξία τους…
Κι όμως όλοι μια γροθιά …
-στην από δω όχθη του δρόμου-…
Στην άλλη όχθη… όλα τα τρομακτικά της γης…
Αστυνόμοι και στρατός… με τα όπλα παρατεταμένα…
Κι απέναντι Ελλήνων πρόσωπα…
Και μετά … όλα μαύρα…(!)
Και μια απορία… έλληνας τον Έλληνα; … πως γίνεται αυτό;…
Κι ύστερα… οράματα και προσδοκία… και ελπίδα… και πίστη…
Και ανάγκη να ακουμπήσεις κάπου… να κρατηθείς…
Να πεις έστω και μια φορά «είμαι και γω εδώ… είμαι και γω!...»
Κι όλοι ένα ποτάμι… -καυτό-… που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του…
Χωρίς ταυτότητες… πλούσιος… φτωχός… υπάλληλος… εργάτης… φοιτητής…
Χωρίς διαχωριστικές γραμμές…
-στην από δω όχθη του δρόμου-…
Στην άλλη όχθη… πάντα τα τρομακτικά της γης…
Πεινασμένες ύαινες… διατεταγμένοι σε υπηρεσίες… μειοδότες… δοσίλογοι…ψυχασθενείς, πουλημένα τομάρια, κοινοί δολοφόνοι...
Με φράγκα, με δολάρια, με μάρκα, με ευρώ, με μετοχές…
Μια ομπρέλα που σκέπασε τους ήλιους…
Κι απέναντι εξαπατημένοι, ταπεινωμένοι, ρακένδυτοι…και πάντα χαμογελαστοί...
Και μετά … όλα πράσινα… σαν τη γλίτσα που εισχωρεί παντού…και τρώει τα πάντα...γλίτσα και μόνο γλίτσα...ακόμα κι ο ήλιος... στο χρώμα της γλίτσας...
Και μια απορία… έλληνας τον Έλληνα; … πως γίνεται αυτό;…
Και στο τέλος εγώ … εσύ … αυτός…όλοι μας!
Οι ηθικοί αυτουργοί του μεγαλύτερου παγκόσμιου εγκλήματος…
Το Λευκό που έγινε μαύρο!
Το Φως που το σκέπασε σκοτάδι!
Το Καλό που το κάταπιε το κακό!
Το Ηθικό που το έπνιξε το ανήθικο!
Το Πολιτισμένο που το εξαφάνισε η βαρβαρότητα!
Το Μεγάλο… που μίκρυνε όσο ένα παράσιτο…
Κι όλοι… στην από δω όχθη να θέλουν να περάσουν απέναντι… στην άλλη όχθη… με όλα τα τρομακτικά της γης…
Και στην από δω …κανένας...(!)
Γιατί οι από κει φάνηκαν πιο δυνατοί από τους από δω…
Και τώρα … όλοι από κει και όλοι ίδιοι… βαμμένοι σκουριά...
Οι έλληνες κι οι Έλληνες…
Και όλα μωβ ... του θανάτου...
Και η Ελλάδα γεμάτη από έλληνες και άδεια από Έλληνες…
...κοντεύει 17... και γιορτάζω ... αλήθεια τι;.................................
Και μ’ αυτά σκέπασε το προσωπάκι του…
-στην από δω όχθη του δρόμου-…
Στην άλλη όχθη… όλα τα τρομακτικά της γης…
Χωροφύλακες με τα κοντάκια στον αέρα…
Κι από κάτω ένα ματωμένο πρόσωπο…
-και μετά … όλα κόκκινα-…
Και μια απορία… έλληνας τον Έλληνα; … πως γίνεται αυτό;…
Σε λίγο… φωνές και καπνοί… και λαός και φοιτητές…
Και συνθήματα… που λίγοι ήξεραν το νόημα και την αξία τους…
Κι όμως όλοι μια γροθιά …
-στην από δω όχθη του δρόμου-…
Στην άλλη όχθη… όλα τα τρομακτικά της γης…
Αστυνόμοι και στρατός… με τα όπλα παρατεταμένα…
Κι απέναντι Ελλήνων πρόσωπα…
Και μετά … όλα μαύρα…(!)
Και μια απορία… έλληνας τον Έλληνα; … πως γίνεται αυτό;…
Κι ύστερα… οράματα και προσδοκία… και ελπίδα… και πίστη…
Και ανάγκη να ακουμπήσεις κάπου… να κρατηθείς…
Να πεις έστω και μια φορά «είμαι και γω εδώ… είμαι και γω!...»
Κι όλοι ένα ποτάμι… -καυτό-… που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του…
Χωρίς ταυτότητες… πλούσιος… φτωχός… υπάλληλος… εργάτης… φοιτητής…
Χωρίς διαχωριστικές γραμμές…
-στην από δω όχθη του δρόμου-…
Στην άλλη όχθη… πάντα τα τρομακτικά της γης…
Πεινασμένες ύαινες… διατεταγμένοι σε υπηρεσίες… μειοδότες… δοσίλογοι…ψυχασθενείς, πουλημένα τομάρια, κοινοί δολοφόνοι...
Με φράγκα, με δολάρια, με μάρκα, με ευρώ, με μετοχές…
Μια ομπρέλα που σκέπασε τους ήλιους…
Κι απέναντι εξαπατημένοι, ταπεινωμένοι, ρακένδυτοι…και πάντα χαμογελαστοί...
Και μετά … όλα πράσινα… σαν τη γλίτσα που εισχωρεί παντού…και τρώει τα πάντα...γλίτσα και μόνο γλίτσα...ακόμα κι ο ήλιος... στο χρώμα της γλίτσας...
Και μια απορία… έλληνας τον Έλληνα; … πως γίνεται αυτό;…
Και στο τέλος εγώ … εσύ … αυτός…όλοι μας!
Οι ηθικοί αυτουργοί του μεγαλύτερου παγκόσμιου εγκλήματος…
Το Λευκό που έγινε μαύρο!
Το Φως που το σκέπασε σκοτάδι!
Το Καλό που το κάταπιε το κακό!
Το Ηθικό που το έπνιξε το ανήθικο!
Το Πολιτισμένο που το εξαφάνισε η βαρβαρότητα!
Το Μεγάλο… που μίκρυνε όσο ένα παράσιτο…
Κι όλοι… στην από δω όχθη να θέλουν να περάσουν απέναντι… στην άλλη όχθη… με όλα τα τρομακτικά της γης…
Και στην από δω …κανένας...(!)
Γιατί οι από κει φάνηκαν πιο δυνατοί από τους από δω…
Και τώρα … όλοι από κει και όλοι ίδιοι… βαμμένοι σκουριά...
Οι έλληνες κι οι Έλληνες…
Και όλα μωβ ... του θανάτου...
Και η Ελλάδα γεμάτη από έλληνες και άδεια από Έλληνες…
...κοντεύει 17... και γιορτάζω ... αλήθεια τι;.................................
{Χάρης Καφετζόπουλος}
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου