Όχι! «Δεν κάνουμε πάντα διάκριση ανάμεσα σ αυτό που προσβάλλει την αισθητική μας και σ αυτό που προκαλεί το φθόνο μας». Σοφή υπήρξε η διαπίστωση του Νικολά Γκομέζ Ντάβιλα, του κολομβιάνου συγγραφέα, που έζησε στην αφάνεια για αναγνωριστεί μετά θάνατον, όχι απ τους πατριώτες του, αλλά απ τους Γερμανούς διανοούμενους, ώστε να επαληθευθεί το βιβλικό κλισέ πως ουδείς προφήτης στον τόπο του!
Που είναι στην άθλια περίπτωση μας, στο γύρισμα μιας Ιστορίας ανεξιχνίαστης και σιωπηρής, οι μεγάλοι συγγραφείς, σαν αυτούς της γενιάς του 30, του μεσοπόλεμου; Που είναι οι μεγάλοι συνθέτες, οι Καλομοίρηδες, οι Μητρόπουλοι, οι Χατζιδάκιδες, οι Θεοδωράκηδες και οι Ξαρχάκοι;
Που είναι οι μεγάλοι κινηματογραφιστές, που ακόμα και αν στον Φιλοποίμην Φίνο κάνανε ταινίες για το «Κλωτσοσκούφι» μιας περιθωριακής Ελλάδας, τράβηξαν και σαν ντοκιμαντέρ, μόνοι, την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Ναζί, φτιάχνοντας μια οπτική ελεγεία κατά του φασισμού και της τυραννίας;
Που είναι οι ποιητές; Οι Σεφέρηδες και οι Ελυτες; Που είναι οι μεγάλοι καλλιτέχνες όπως η Κάλλας, που έκανε όπερα στην κάρδια του Πολέμου σαν αηδόνι που αιμορραγεί; Που είναι οι λαϊκοί δημιουργοί; Μια νέα Ρόζα Εσεκνάζι, ενας Τσιτσάνης, μια Παπαγιαννοπούλου, ενας Μανωλης Αγγελόπουλος, κάτι σαν Καζαντζίδης και Μενιδιάτης και Μοσχολιού; Που είναι ο νέος Νταλάρας και η συνεχίστρια της Αλέξιου λοιπόν; Η νεαρή Κυβέλη, η σπουδαία σύγχρονη Κοτοπούλη, η Αλίκη και η Τζένη, ο Αλεξανδράκης και ο Κουρκουλος, βρε αδελφέ;
Που είναι οι ζωγράφοι μας, οι εικαστικοί δημιουργοί, οι καλλιτέχνες των δρόμων, οι θεατράνθρωποι, οι μουσικοί στα υπόγεια και στα γκαράζ των γονιών τους; Που είναι η πρόταση, η αυγή, η δημιουργία, η παρηγοριά, το μεγαλείο του υψηλού, εκείνου του ανθρωπινού έργου που ένθεα σου σταλάζει αρμονία και συναίσθημα και σου γεμίζει δάκρια τα μάτια; Που είναι εκείνο το καταφύγιο ψυχής που την ανθρωπιά την βαφτίζει τέχνη;
Ακόμη και στην τηλεόραση! Γιατί δεν έχει Γιούγκερμαν σε σειρές και Χρηστό Ξανασταυρώνεται αλλά ανοσιουργήματα τύπου Μπρούσκο, αφήνοντας την συναισθηματική εκπαίδευση ενός λαού στην ανουσιότητα του «ενας αγάπησε μία, που αγαπούσε έναν άλλον» και στο «ποιανού είναι βρε γυναίκα το παιδί»;
Βιβλία προβλέψιμα από υλικό για γρήγορο γράψιμο και εύκολες πωλήσεις! Κακέκτυπα της Δημουλίδου –που αν μη τι άλλο ήταν πρωτότυπη!- να γράφουν το έπος της κλιμακτήριου, οραματιζόμενες κοιλιακούς και απολλώνιους νεαρών μαχαλόμαγκων των αναβολικών και των συνοικιακών γυμναστηρίων.
Αυτοχριζομενοι διανοούμενοι των ελειπτικών προτάσεων, αποκύημα δημοσίων σχέσεων με εφημερίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς. Θέατρα με έναν ηθοποιό – πρωταγωνιστή που κάνει μονόλογο, έχοντας ύφος τουλάχιστον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, για να μη πληρώνει μεροκάματα σε ηθοποιούς και φορεί ότι βρει σε μαύρο φόντο για να τσεπώσει αμοιβές των ενδυματολόγων και των σκηνογράφων, βαφτίζοντας άποψη και τέχνη την τσιγκουνιά και την ανικανότητα. Απλυσιά, πιτυρίδα σε γιακάδες και σκοτεινά υπόγεια που παίζει να σπάσεις και κάνα πόδι είναι αβαν γκαρντ!
Πρωτοπορία είναι οι πολυχώροι, που κάποιος διαβάζει ποιήματα, άλλοτε μια τραγουδά με ύφος Μπίλι Χόλιντει «χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο», κάποιοι συγγραφείς παρουσιάζουν την πρώτη και τελευταία τους δουλειά και τα λεφτά βγαίνουν από τα ποτά και κυρίως τις φτηνές μπύρες! Το τραγούδι έχει χαθεί στην ευκολία των μηχανημάτων που φτιάχνουν τον ήχο, έχει γίνει λεία στον βιβλικό Λεβιάθαν της μπουζουκό - αισθητικής, με τα υψηλά ντεσιμπέλ, τις χυδαίες ξεβράκωτες εμφανίσεις και τους θαμώνες – ηδονοβλεπτικό όχλο. Οι έντεχνοι καλλιτέχνες, χειρότεροι απ όλους!
Βολεμένοι σε αυτό - χαρακτηρισμούς τραγουδούν κλεμμένες μελωδίες και χαίρονται με την αποθέωση ακαλλιέργητων φοιτητριών τις οποίες λυγουρεύονται αυνανιστικά πάνω από στενές, κακοφωτισμένες σκηνές, με ονείρωξη να έμοιαζαν λιγάκι στο Ρουβά!
Η υποκουλτούρα της καψούρας, του χρήματος, της γνωριμίας για την έδρα στο Πανεπιστήμιο, των κυκλωμάτων, της ανάδειξης των μετριοτήτων σε επιφανείς και σημαίνοντες των περασμένων δεκαετιών ήταν η κινούμενη άμμος που κάταπιε όποιον τολμούσε να κάνει μια κίνηση παραπάνω! Η αισθητική της λαμαρίνας των τζιπ και των ντουβαριών της μεζονέτας με κοινόχρηστη πισίνα, ρούφηξε κάθε πρόθεση διαφοράς. Όλοι οι υποψήφιοι σπουδαίοι υποχώρησαν στους ανίκητους μέτριους με κονέ και βολεύτηκαν στο όραμα της επιβίωσης σε κάθετες ιδιοκτησίες και εσωτερικά τζακούζι. Τι κι αν πάνε ακόμα διακοπές στην Ανάφη; Την Μύκονο της παρακμής κουβαλάνε στις αποσκευές τους. Εκπομπή στην τηλεόραση ονειρεύονται και εξώφυλλα στο HALLO δίπλα απ τις ξεβράκωτες, μη σου πω, να είναι οι ίδιοι οι ξεβράκωτες!
Και η παρηγοριά δεν έρχεται. Κρατεί ακόμα πλαστική σημαιούλα ΠΑΣΟΚ με σταμπαριστό πράσινο ήλιο, ονειρεύεται τον θρίαμβο των μικρομεσαίων ή φορεί κονκάρδες με μπλε πυρσό και ονειρεύεται πως είναι ο Τομ Κρουζ στην Γουόλ Στρίτ το 80. Ακούει Φλωρινιώτη, όχι από άποψη αλλά γιατί έχει μάθει να γουστάρει και παθαίνει ονείρωξη με τα ανορεκτικά μπούτια της Φουρέιρα!
Αφημένοι, απαρηγόρητα στο έλεος του τυχαίου, με καλλιτέχνες ανίκανους και διανοουμένους πουλημένους, σκεφτόμαστε αυτό τον ωραιότατο αφορεσμό του Εγγονόπουλου: «Η ζωή, ο θάνατος κι αναμεσίς η Τέχνη». Πως μοιάζει να έγινε, λοιπόν «κάτι σαν ζωή, ο θάνατος και αναμεσίς οι Boys and Noise, το Μπρούσκο και η Δημουλίδου»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου